Uploaded by: Archetype Editor
ΠΕΡΙΟΧΗ:
Πάνω Πολεμίδια, Κύπρος
Εισαγωγή
Ένα τοπίο, σχεδόν παρθένο από τον ανθρώπινο παράγοντα, καλείται να υποδεχθεί, πλάι στους αγρούς και το εθνικό δασικό πάρκο Πολεμιδίων, μια νέα εστία ανθρώπινης δράσης και κοινωνικότητας. Βασικός σκοπός αυτής της θεμελίωσης είναι να εμφανιστεί σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον, να δημιουργήσει μια ζεύξη με την παρακείμενη πόλη της Λεμεσού, επιτελώντας παράλληλα στο έπακρο και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον λειτουργικό της ρόλο ως τόπος κατοίκησης, μέσω ενός αρχιτεκτονικού σχεδιασμού που δίνει έμφαση στις επιμέρους χωρικές ποιότητες, προκειμένου να συνθέσει ένα αρμονικό και πιο πλήρες όλον, διαποτισμένο από κοινωνική και περιβαλλοντική συνείδηση. Ένας σχεδιασμός που αφενός έχει στο επίκεντρό του τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ αρχιτεκτονικής και φυσικού τοπίου, κι αφετέρου θέλει να τονώσει το αίσθημα του ανήκειν και της οικειότητας, σε έναν συγκερασμό συλλογικού και ατομικού, δημόσιου και ιδιωτικού βίου.
Η σύνθεση
Η κατεύθυνση της σύνθεσης διαπερνά οριζόντια τρεις βασικούς άξονες. Εκκινεί από το πορώδες του φυσικού εδάφους, που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση του τοπίου, και τον χείμαρρο Γαρύλλη, που πηγάζει από το φράγμα των Πολεμιδίων, δημιουργώντας μια ροή πρασίνου στο διάβα του. Συνεχίζει με τους γραμμικούς εσωτερικούς ακάλυπτους των οικοδομικών τετραγώνων, την κλίμακα των οικιστικών μονάδων της πόλης και την οργανική πλοκή τής μικροκλιματικής δομής των παραδοσιακών οικισμών. Αυτά τα δύο, διαποτισμένα με μια βιοκλιματική προσέγγιση, αποδίδουν την τελική πρόταση, που εκτείνεται από το φυσικό ανάγλυφο στην αρχετυπική αρχιτεκτονική, και φιλοδοξεί να απαντήσει με σύγχρονο τρόπο στις ανάγκες της κοινωνικής κατοίκησης.
Κεντρική ιδέα/ Αρχές σχεδιασμού
Μια γραμμή, ένας εσωτερικός δρόμος, θα οργανώσει τη σύνθεση μεταξύ των ορίων του γηπέδου, φιλοδοξώντας να δημιουργήσει έναν οικισμό, η δομή του οποίου θα έρθει να ενσωματωθεί οργανικά στον περιβάλλοντα χώρο. Μια κεντρική οδός που διατρέχει σα χείμαρρος όλο το μήκος του δοθέντος γηπέδου, από την οποία ξεπετάγονται σαν αρτηρίες καλντερίμια, δημιουργώντας χαράξεις, οπτικές φυγές και κινήσεις μεταξύ του κενού και του πλήρους, κτιστού και ακτίστου, επιδιώκοντας την προσαύξηση του υφιστάμενου δημόσιου/κοινόχρηστου χώρου, κάνοντας την περιπλάνηση εντός του δαιδαλική, δίνοντάς του τον χαρακτήρα του ατέρμονου. Πρόθεση της πρότασης είναι η αποφυγή της επανάληψης της μονάδας, καθώς θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο η κατοικία μετατρέπεται σε βιομηχανικό προϊόν, και ο εναπομείνας περιβάλλων υπαίθριος χώρος δεν δύναται να συστήσει συνθήκες συλλογικής οικειοποίησης και κοινωνικότητας. Πέραν της κεντρικής χάραξης και των τεμνόμενων σε αυτήν διακλαδώσεων, οι οποίες είναι είτε κάθετες προς αυτή είτε σε κλίση σαρανταπέντε μοιρών, η υποχρεωτική από τη νομοθεσία απόσταση των τριών μέτρων από τα όρια του γηπέδου και των έξι μέτρων μεταξύ των διαφορετικών ιδιοκτησιών, η εξερεύνηση μιας ποικιλίας πλαστικών μορφών, η έλλειψη ως γεωμετρικό εργαλείο για την καμπύλωση του χώρου και την εκλέπτυνση της αυστηρής ορθοκανονικής γεωμετρίας, αποτέλεσαν επιπλέον σχεδιαστικά εργαλεία σε μια ολιστική συνθετική αντιμετώπιση, η οποία, βάσει μοτίβων και αρχών, παράγει κανόνες για τον σχηματισμό αποσπασματικών χώρων και ποιοτήτων, που μορφοποιούν εν τέλει ένα ενιαίο σύνολο, μια δομή όπου μέσα στο μικρό ενυπάρχει κάθε φορά το μεγάλο.
Οικιστικές μονάδες/ Υπαίθριος και κοινόχρηστος χώρος
Προς την κατεύθυνση που θέτουν οι παραπάνω αρχές, μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής οικοδομικής γραμμής και των εσωτερικών χαράξεων, εκατέρωθεν κάθε φορά του κεντρικού άξονα, χωροθετούνται σε δύο ζώνες, από τον νότο προς τον βορρά, ελεύθερες οι οικιστικές μονάδες, διαμορφώνοντας ένα πολυσυλλεκτικό περιβάλλον, το οποίο, λόγω της θραυσματικής του φύσης, αφήνει τον περιβάλλοντα χώρο να διεισδύσει στον εσωτερικό, εκτείνοντας παράλληλα το μέσα προς το έξω, αυξάνοντας την ίδια στιγμή τον υπαίθριο και κοινόχρηστο χώρο, καθώς και τη μέγιστη δυνατή επιφάνεια του φυσικού εδάφους. Επιπλέον, δίνεται μια προτίμηση στις ιδιωτικές κατοικίες, ενώ τα διαμερίσματα που απαιτούνται ώστε να εξαντληθεί στο έπακρο το λειτουργικό πρόγραμμα των τριάντα οικιστικών μονάδων, σχεδιάζονται με τέτοιον τρόπο ωσάν να ήταν ιδιωτικές κατοικίες.
Ο προσανατολισμός, τόσο για λόγους ηλιασμού και σκίασης, όσο και για τον φυσικό αερισμό των κατοικιών, οι σχέσεις μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου, οι θεάσεις τόσο προς την πόλη της Λεμεσού όσο και προς το περιβάλλον φυσικό τοπίο -μέσω της ορθής εκμετάλλευσης της κλίσης του εδάφους και τα ανάλογα προτεινόμενα ύψη των κτισμάτων-, η διαμπερότητα αυτών και η σχέση τους με τους υπαίθριους και ημιυπαίθριους χώρους που τα συνοδεύουν συνθετικά, είναι οι καταλυτικοί παράγοντες για τη χωροθέτηση των λειτουργιών στις -προθετικές- μορφές των οικιστικών μονάδων.
Η επεξεργασία των δωμάτων, στο σύνολο των οικιστικών μονάδων, έρχεται να ενισχύσει τον μικροκλιματικό και πολυμορφικό χαρακτήρα της πρότασης, και την ίδια στιγμή επιδιώκει να τα κάνει μέρος της ζωής των ενοίκων, ως έναν κοινωνικό χώρο, ο οποίος, λόγω της γειτνίασης των κτισμάτων και των σχέσεων του ύψους που έχουν μεταξύ τους, λειτουργεί εν είδει μιας υπερυψωμένης πλατείας, σχηματιζόμενης από νησίδες μεταξύ του κενού.
Το στοιχείο εκείνο που προσδίδει ωστόσο στη σύνθεση τη συνοχή της, είναι ο περιβάλλων των κατοικιών υπαίθριος χώρος, αφού, βάσει αυτού και των ορίων του γηπέδου, σχηματίζονται και οι χτιστοί χώροι αυτής. Σε αντιπαραβολή με τον χείμαρρο Γαρύλλη, έτσι και ο κοινόχρηστος χώρος της σύνθεσης, εκκινώντας από το πάρκο γειτονιάς στο βορεινό όριο του γηπέδου, διατρέχει όλο το μήκος αυτού, ενώ από τον κορμό του -ο οποίος είναι παράλληλος της οδού Καντάρα και εκτρέπεται λίγο πριν το νότιο άκρο προς την ανατολική πλευρά του γηπέδου ώστε να τη συναντήσει- ξεπετάγονται διακλαδώσεις οι οποίες, σαν το νερό που διαβρώνει τον βράχο, διαμορφώνουν τους όγκους των κατοικιών, δημιουργώντας έτσι ένα ενιαίο, πορώδες περιβάλλον, το οποίο μοιάζει να πλέει στον χώρο του ριζώματός του. Τα κτίρια ακολουθούν την τοπιοτεχνία, έχοντας μια πιο πλαστική έκφραση που δίνει χώρο στο κενό, ενώ οι δενδροφυτεύσεις σχεδιάζουν μια πύκνωση μεταξύ των κτισμάτων, συμβάλλοντας στην πλήρωση των όψεων και καθιστώντας τες ενεργές με το περιβάλλον τους. Στο σύνολο του κοινόχρηστου χώρου, καθιστικοί χώροι και πλατώματα κάτω από το φύλλωμα των δέντρων, τη σκιά των όψεων και τα ηλιόλουστα ξέφωτα, σχεδιάζουν διαμορφωμένους χώρους, όπου ενθαρρύνεται η κοινωνική αλληλεπίδραση και η κοινωνική επαφή.
Επίλογος
Όλα τα παραπάνω, που δίνουν υπόσταση στην παρούσα πρόταση για το συγκρότημα κοινωνικών κατοικιών στα Πάνω Πολεμίδια Λεμεσού, έχουν ως στόχο να δημιουργήσουν ένα αρμονικό σύνολο, όπου το κτιστό συμπλέκεται οργανικά με το άκτιστο, το φυσικό εισβάλλει στο τεχνητό, κι από κοινού διαμορφώνουν ένα νέο, ανθρωπογενές τοπίο, που επιδιώκει να δημιουργήσει μια νέα φύση, εντός της ήδη υπάρχουσας. Μια νέα τοπιογραφία που υπερβαίνει την αναπαράσταση του φυσικού και τεχνητού τοπίου που την περιβάλλει, αλλά την ίδια στιγμή τα περιέχει αυτούσια, με σκοπό να συναρθρώσει μέσω της μορφοποιημένης ύλης μια σύνθεση που ανταποκρίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο ζήτημα της κατοικίας, ως μια πρωταρχικής σημασίας ανάγκη για το εσωτερικό είναι του ανθρώπου. Μια κατακόρυφη θεμελίωση σε ένα οριζόντιο πεδίο δράσης, που μεταξύ των αισθήσεων και του λόγου, ατομικού και συλλογικού, ιδιωτικού και δημόσιου βίου, μέσα και έξω, αποτελεί το κέντρο τού κάθε ανθρώπου για τον προσανατολισμό του στον κόσμο.
Αρχιτέκτονες: Ιέρωνος 17_ Αρχιτεκτονικό εργαστήριο
Μέλη ομάδας: Σπύρος Γιωτάκης, Κίμων Κωνσταντάρας, Μαγδαληνή Πετρολέκα και Γιώργος Μπουγιούκος.
Μπορείς να καταχωρήσεις το έργο σου με έναν από τους τρεις παρακάτω τρόπους: