ΠΕΡΙΟΧΗ:
Λέσβος, Ελλάδα
Τα υλικά κατάλοιπα της βιομηχανικής δραστηριότητας έχουν ενσωματωθεί σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο στην έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς, και η Λέσβος είναι από τις πρώτες περιοχές της Ελλάδας όπου μπήκαν σε εφαρμογή οι προτάσεις αποκατάστασης και επαναχρησιμοποίησης των βιομηχανικών κτιρίων.
Τα βιομηχανικά κτίσματα στη Λέσβο τα συναντάμε στις εισόδους των χωριών, στις "σκάλες" και μερικές φορές δίπλα στους ελαιώνες. Η εξέλιξη στη μορφολογία των ελαιοτριβείων ακολούθησε την εξέλιξη στον τρόπο παραγωγής λαδιού. Τα πρώτα ελαιοτριβεία ήταν κτίρια σχετικά μικρά, εν συνεχεία η ανάγκη για μεγαλύτερη παραγωγή και η ένταξη των μηχανών στην παραγωγική διαδικασία αύξησε τον όγκο των εργοστασίων. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός των ελαιοτριβείων εισάγεται από τη Σμύρνη, τα εργοστάσια των Αφών Ισηγόνη (Σιδηρουργεία), σε συνεργασία με αγγλικές εταιρείες, προμηθεύουν τα βιομηχανικά οικοδομικά υλικά μαζί με την τεχνογνωσία, και ντόπιοι και Μικρασιάτες μάστορες μετατρέπουν αυτή την τεχνογνωσία σε Αρχιτεκτονική λιτή και όμορφη.
Το Πέραμα αποτελούσε μεγάλο βιομηχανικό κέντρο από το τέλος του 19ου έως τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα και διατηρεί το σύνολο των βιομηχανικών του εγκαταστάσεων μέχρι και σήμερα, ωστόσο οι περισσότερες είναι εγκαταλελειμμένες και ερειπώνονται με την πάροδο του χρόνου. Στην περιοχή λειτούργησαν βιομηχανίες παραγωγής λαδιού, βιομηχανίες σαπωνοποιίας και ένα από τα μεγαλύτερα βυρσοδεψεία των Βαλκανίων.
Το εν προκειμένω ελαιοτριβείο μαζί με τα κτίρια που το συνοδεύουν αποτελούν ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα, που εντάσσεται σε παραλιακό οικόπεδο επιφανείας 1816,07 μ² στην είσοδο του οικισμού. Χρονολογείται προ του 1900 και αποτελείται από ελαιουργείο, βοηθητικά κτίσματα και αποθήκες ελαιοκάρπου. Το οικόπεδο είναι παραλιακό και η βόρεια πλευρά του συγκροτήματος, καθώς και τμήμα της ανατολικής πλευράς του, οριοθετούνται από θάλασσα (Κόλπος Γέρας). Το κυρίως κτίριο του ελαιοτριβείου, που ξεχωρίζει όντας ψηλότερο από τα υπόλοιπα κτίσματα, είναι δίχωρο, λιθόκτιστο, από ανεπίχριστη λιθοδομή με ντόπια πέτρα και επιμελημένους πωρόλιθους στις γωνίες. Διαθέτει τετράριχτη στέγη επικαλυμμένη με γαλλικά κρεμμύδια και φεγγίτες κυκλικού σχήματος στις δύο στενές πλευρές, παρόμοιους με αντίστοιχους που συναντιόνται σε ιταλικά κτίρια της Αναγέννησης. Τα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων διαμορφώνονται από ανακουφιστικά τόξα από οπτόπλινθους και τα κουφώματά τους είναι ξύλινα με σιδεριές χωρίς διάκοσμο, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Στο κυρίως κτίσμα διακρίνονται επίσης δύο ΄΄προσθήκες΄΄. Οι προσθήκες αφορούν την επέκταση του μηχανολογικού εξοπλισμού και την πιθανή ένταξη δεύτερης παραγωγικής γραμμής. Το παραγωγικό σύστημα του ελαιοτριβείου συμπληρώνεται από την ψηλή καμινάδα του συγκροτήματος, που είναι οκταγωνική, διατομής, κατασκευασμένη από οπτόπλινθους, και με αρχικό ύψος που προσεγγίζει τα 20 μ. Στην αυλή και κατά μήκος του ορίου της ιδιοκτησίας υπάρχουν μονώροφες αποθήκες, που χρησίμευαν για την αποθήκευση του ελαιόκαρπου και καλύπτονται από τετράριχτες και τρίριχτες στέγες.
Στο προς τη θάλασσα τμήμα χωροθείται διώροφη κατοικία (επιστάτη) μικρής έκτασης, ενώ επίσης υπάρχει χτιστός χαμηλός μανδρότοιχος, με πόρτα που οδηγούσε σε παλαιά "σκάλα", τα ίχνη της οποίας διακρίνονται ακόμη και σήμερα μέσα στη θάλασσα.
Η βασικότερη τυπολογία της εξωτερικής τοιχοποιίας των κτισμάτων είναι η λιθοδομή. Το πάχος της κυμαίνεται από 38 έως 62 εκ και αποτελείται ως επί το πλείστον από τοπικούς λίθους, με αραιή τη χρήση οπτόπλινθων (τούβλων). Ενισχύεται με μεταλλικούς συνδέσμους στο βασικό κτίσμα ή ξυλοδεσιές στα λοιπά κτίσμα, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι εμφανείς. Οι ακμές του βασικού κτιρίου χτίζονται από λαξευτό πωρόλιθο της περιοχής ή πέτρα τουρκικής προέλευσης, με ελαφρύ κόκκινο-καφέ χρώμα. Οι εσωτερικές τοιχοποιίες είναι είτε πέτρινες με μεγάλο πάχος και αποτελούν δομικά στοιχεία του κτιρίου, είτε ξύλινες και πρόχειρα κατασκευασμένες επί ξύλινων ορθοστατών όπως στην περίπτωση των αποθηκών.
Οι στέγες είναι τετράριχτες και τρίριχτες. Η επικάλυψή τους γίνεται από κεραμίδια διαφόρων τύπων και εξέχουν των κατακόρυφων επιφανειών με τον σχηματισμό γείσου–κρηπίδας από σχιστόλιθο ή οπτόπλινθους. Η εικόνα της στέγης στο βασικό κτίσμα είναι καλή. Δεν ισχύει όμως το ίδιο σε όλα τα άλλα κτίσματα του συγκροτήματος, που ήταν πιο πρόχειρα κατασκευασμένες και κατά κύριο λόγο έχουν καταρρεύσει.
Τα κουφώματα που συναντάμε αποτελούνται κυρίως από ξύλινο περιμετρικό πλαίσιο, των οποίων το ανωκάσι και το κατωκάσι εισχωρούν βαθιά μέσα στη λιθοδομή. Τα περισσότερα είχαν επιμέρους τζαμιλίκια τα οποία χωρίζονταν με καΐτια. Η προσθήκη σιδεριάς σε αυτά ήταν απαραίτητη, για την εξασφάλιση της προστασίας. Στο βασικό κτίριο τα ανοίγματα είναι τοξωτά, τα πρέκια των οποίων διαμορφώνονται από ανακουφιστικά τόξα από οπτόπλινθους. Στου χώρους των αποθηκών τα κουφώματα είναι απλά ορθογωνικού σχήματος με ξύλινα πρέκια.
Σημειακά παρουσιάζονται δάπεδα λιθόστρωτα. Κατά κύριο λόγο το υλικό των δαπέδων είναι πατημένο χώμα, πλην των σημείων έδρασης του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Η απαραίτητη ενέργεια για την κίνηση του ελαιοτριβείου παραγόταν από ατμολέβητα ή αλλιώς καζάνι, στο οποίο καύσιμη ύλη ήταν η πυρήνα. Εν συνεχεία, ο ατμός διοχετευόταν υπό την απαραίτητη πίεση στην ατμομηχανή, που έδινε κίνηση στις λοιπές μηχανές του εργοστασίου.
Στον κυρίως χώρο του ελαιοτριβείου βρίσκονται οι μύλοι, οι πρέσες, τα φυγόκεντρα μηχανήματα για τον διαχωρισμό του λαδιού και τα ζυγιστήρια.
Βασική αρχή των μελετητών ήταν αφενός η διάσωση του συγκροτήματος, το οποίο κινδύνευε από ολοκληρωτική κατάρρευση λόγω εγκατάλειψης, και αφετέρου η μετατροπή του σε κατοικία του νέου ιδιοκτήτη. Στα πλαίσια της αλλαγής χρήσης, τα βιομηχανικά κελύφη προσαρμόζονται καταλλήλως ώστε να φιλοξενήσουν χώρους κατοικίας. Με απόλυτο σεβασμό προς τον χαρακτήρα του συγκροτήματος πραγματοποιήθηκαν εσωτερικές διαρρυθμίσεις, για την εξυπηρέτηση της νέας χρήσης, χωρίς να θίγεται ο φέρον οργανισμός των κτισμάτων.
Σύμφωνα με τη μελέτη αποτύπωσης και τεκμηρίωσης του συγκροτήματος, τα κύρια αρχιτεκτονικά μέρη που εκλείπουν του αντικειμένου, ανακατασκευάζονται στην αρχική τους μορφή, ενώ μεταγενέστερες προσθήκες αφήνονται ως έχουν (ερείπια) και αποτελούν υπόμνηση της ύπαρξής τους.
Ταυτόχρονα λαμβάνουν χώρα μικρής έκτασης παρεμβάσεις, που αποσκοπούν στην εξασφάλιση επαρκούς φυσικού φωτισμού και αερισμού των κύριων χώρων της κατοικίας (εσωτερικά αίθρια και νέα περιορισμένα ανοίγματα σε κατακόρυφα στοιχεία και στέγες), χωρίς όμως να επηρεάζεται η μορφή ή ο χαρακτήρας του συγκροτήματος. Βασικό οργανωτικό ρόλο στη διάταξη της οικίας διαδραματίζει το κεντρικό κτίσμα του ελαιοτριβείου. Στο εσωτερικό του διατηρείται και αποκαθίσταται insitu ο μηχανολογικός του εξοπλισμός, ενώ ταυτόχρονα τοποθετείται μεγάλη τραπεζαρία και καθιστικό που προορίζεται ως χώρος υποδοχής επισκεπτών, και το κτίριο κατ΄ουσία παραμένει ως μουσείο του εαυτού του. Στα λοιπά κτίσματα, και με πρωταγωνιστικό ρόλο τα νέα αίθρια και τις υφιστάμενες αυλές, αναπτύσσονται οι ουσιαστικοί χώροι της οικίας, καθώς επίσης δύο ξενώνες, τρεις οικίες προσωπικού και λοιποί υποστηρικτικοί χώροι.
Αρχιτεκτονική μελέτη/ επίβλεψη: Trichonas architecture (Αλέξιος Παναγιώτης Τριχώνας)
Συνεργάτες αρχιτέκτονες: Taulant Tozaj, Erhun Batug Koprulu
Στατική μελέτη: Ταξιάρχης Βέρρος
Η/Μ μελέτη: Ευστράτιος Χατζόγλου
Φωτογραφίες: Παύλος Αβαγιανός
Μπορείς να καταχωρήσεις το έργο σου με έναν από τους τρεις παρακάτω τρόπους: