Uploaded by: Archetype Editor
ΠΕΡΙΟΧΗ:
Νέο Ψυχικό, Ελλάδα
Συνθετικές αρχές και κριτήρια σχεδιασµού
Κεντρική συνθετική αρχή της πρότασης αποτελεί η ανάδειξη της υφιστάµενης ταυτότητας του Νέου Ψυχικού ως µια σύγχρονη, βιώσιµη, κοινωνική κηπούπολη. Αυτή η ανάδειξη της πόλης των κήπων ή της κηπούπολης αποτέλεσε πυρήνας της συνθετικής πορείας, καθώς αρχική πρόθεση του σχεδιασµού ήταν η δηµιουργία ενός δικτύου αστικών κήπων που θα λειτουργούν ως ένα ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο πρασίνου που θα διέρχεται από τον ιδιωτικό στον δηµόσιο χώρο µέσα από πολλά διαφορετικά επίπεδα µετάβασης από το µέσα (κατοικία) στο έξω (κοινωνικός δηµόσιος χώρος). Αυτό το ενιαίο πράσινο επιχειρεί να ενοποιήσει όλες τις υφιστάµενες νησίδες πρασίνου µετατρέποντας τες από σηµεία φύτευσης σε ένα συνολικό φυσικό περιβάλλον, δίνοντας έτσι προτεραιότητα στην ποιότητα ζωής των κατοίκων και των πεζών. Συνεπώς, ο σχεδιασµός επικεντρώθηκε στην µέγιστη κατά το δυνατόν αύξηση των µαλακών επιφανειών του πρασίνου, µε την ταυτόχρονη εξασφάλιση όλων των λειτουργικών απαιτήσεων που αφορούν την κυκλοφορία των οχηµάτων, την άνετη διέλευση των πεζών και την εξασφάλιση της λειτουργικότητας των εισόδων στις κατοικίες και στα ιδιωτικά ή κοινόχρηστα parking της περιοχής. Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο της προώθησης της βιώσιµης κινητικότητας σχεδιάστηκε δίκτυο ενοικίασης ποδηλάτων σε όλη την περιοχή µελέτης, ενώ επιλέχθηκαν υλικά τα οποία επιτρέπουν την άνετη χρήση του ποδηλάτου σε κάθε σηµείο παρέµβασης.
Παράλληλα µε τα παραπάνω, επιπλέον κεντρική αρχή του σχεδιασµού αποτέλεσε η οικονοµία των σχεδιαστικών κινήσεων της πρότασης για λόγους ευκολίας στην κατασκευή, στη συντήρηση, στον προϋπολογισµό αλλά και για λόγους διατήρησης των υφιστάµενων κοινωνικών δυναµικών αλληλεπίδρασης της περιοχής του Ψυχικού, ως µιας γειτονιάς που έχει δική της ζωή και χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, αναζητήθηκε αισθητικά µια προσέγγιση που να έχει ενιαίο χαρακτήρα και που θα µπορούσε να εφαρµοστεί εύκολα σε κάθε περιοχή του Δήµου Φιλοθέης–Ψυχικού, τόσο µεµονωµένα όσο και συνολικά. Ουσιαστικά, αναζητήθηκε ένα σύστηµα σύνθεσης που να παραλαµβάνει και να αναδεικνύει τις υφιστάµενες χαράξεις και την υλικότητα της περιοχής, δηµιουργώντας παράλληλα µια νέα ταυτότητα βασισµένη στην υπάρχουσα.
Τέλος, συνθετικά αναζητήθηκε µια συνθετική έκφραση που να δηµιουργεί την αίσθηση της "ατελούς µορφής" και των σχηµάτων που "επιπλέουν" ανάµεσα σε ένα µαλακό (φυσικό) και ένα σκληρό (τεχνητό) περιβάλλον πόλης. Αυτά τα σχήµατα προκύπτουν από το περιβάλλον, τις εισόδους στις κατοικίες και άλλα επιµέρους σηµεία ενδιαφέροντος, καθώς και από την ιστορία της περιοχής, όπως είναι οι κυκλικές χαράξεις των πλατειών, η παρουσία του νερού σε σηµεία που διέρχεται το αδριάνειο υδραγωγείο ή όπου υπάρχει υφιστάµενο στοιχείο νερού. Τελικά, αισθητικά δηµιουργείται ένα µωσαϊκό, ή καλύτερα ένα χαλί, πάνω στο οποίο ράβονται στοιχεία αντίθεσης ή ταύτισης, δένοντας κάθε σηµείο του χώρου σε ένα αδιάσπαστο σύνολο που θα αναδείξει την ιστορική, κοινωνική και πολιτισµική ταυτότητα του Νέου Ψυχικού.
Κεντρική ιδέα
Κεντρική ιδέα της πρότασης αποτελεί η ανάδειξη της ταυτότητας του Νέου Ψυχικού, ως µιας κηπούπολης που απαντά στις περιβαλλοντικές, κοινωνικές, πολιτισµικές και οικονοµικές ανάγκες της σύγχρονης ζωής.
Η νοσταλγία για µια χαµένη φύση και δοµή κοινωνίας στη σύγχρονη µεγαλούπολη, όπως εκφράστηκε στο έργο του Ebenezer Howard (1850-1928) και εφαρµόστηκε αργότερα σε πολλά πολεοδοµικά εγχειρήµατα, αποτελεί απάντηση σε µια ανάγκη η οποία επιβιώνει µέχρι σήµερα καθώς παρά τα διαφορετικά ιστορικά και πολιτισµικά δεδοµένα, η ιδέα της κηπούπολης απαντά σε µια κοινωνική ανάγκη που παραµένει ίδια µε το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα. Αυτή η ανάγκη αφορά τη δηµιουργία ενός υβριδικού περιβάλλοντος που ο κάτοικος θα µπορεί να ζει µέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον όπου το πράσινο θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση µέσα στην καθηµερινή εµπειρία, όπου θα µπορεί να γνωρίσει και να συζητήσει µε τους γείτονες του σε κάποιους επίσηµους κεντρικούς τόπους και άλλους λιγότερο κεντρικούς, περισσότερο άτυπους τόπους συνάντησης όπως συµβαίνει στην κοινωνία ενός χωριού, ενώ τέλος θα µπορεί να βρίσκεται κοντά στον τόπο εργασίας του και στο οικονοµικό κέντρο της πόλης χωρίς να στερείται την πληθώρα ευκαιριών και επιλογών στην εργασία, στην µόρφωση, στον πολιτισµό και στην διασκέδαση 1 . Αυτή η ανάγκη επιβιώνει µέχρι σήµερα και οδηγεί ξανά στην αναζήτηση της χαµένης φύσης µέσα στο Αθηναϊκό αστικό περιβάλλον, καθώς έτσι αναζητείται µια καλύτερη ποιότητας ζωής για τους κατοίκους της. Στο δεύτερο µισό του 20ου αιώνα ξεκίνησε µια κριτική στην πληθώρα των υλοποιηµένων πολεοδοµικών εγχειρηµάτων των κηπουπόλεων που τελικά αφορούσαν περισσότερο ένα δίκτυο ‘προαστιουπόλεων’ όπου επικρατούσε µεν το πράσινο έλειπε δε ο κοινωνικός τόπος του αρχικού οράµατος.
Όπως αναφέρθηκε από την Jane Jacobs στο βιβλίο της ‘The Death and Life of Great American Cities’ 2 , το κίνηµα των κηπουπόλεων παρουσίαζε προβλήµατα γιατί αναζητούσε µια εξιδανικευµένη µορφή πόλης έξω από την υφιστάµενη πόλη, τις συνήθειες των κατοίκων και την ιστορία τους. Τους έλειπε εν ολίγοις η ιστορικότητα, η αίσθηση οικειότητας, ο µη σχεδιασµένος δυναµικός κοινωνικός χώρος και τελικά το ίδιο το βίωµα µέσα σε αυτή που θα δηµιουργούσε την αίσθηση ‘του ανήκειν’, της οµάδας που και τελικά θα δηµιουργούσε την ταυτότητα της περιοχής.
Το Νέο Ψυχικό µαζί µε το Παλαιό Ψυχικό και τη Φιλοθέη αποτελούν υπαρκτά παραδείγµατα κηπουπόλεων που δεν στερούνται κοινωνικού χαρακτήρα, ενώ πράγµατι οι κάτοικοι έχουν την δυνατότητα να ζουν µέσα στο πράσινο και ταυτόχρονα εξακολουθούν να βρίσκονται σε κοντινή απόσταση µε το κέντρο της Αθήνας. Στην περίπτωση του Νέου Ψυχικού συνεπώς αναζητείται, µέσα από αυτή την πρόταση, ένας σχεδιασµός που θα αναδείξει την υφιστάµενη ταυτότητα της περιοχής, χωρίς να παραλείψει τις υφιστάµενες συσχετίσεις και συνήθειες της κοινωνικής ζωής.
Για την ανάδειξη της αίσθησης ότι στο Ψυχικό, όπως σε µια κηπούπολη, η κατοίκηση και η καθηµερινότητα σε αυτή λαµβάνει χώρα µέσα στη φύση, επιλέχθηκε η εξασφάλιση της µέγιστης δυνατής κάλυψης των µαλακών επιφανειών πρασίνου και η µέγιστη δυνατή ενίσχυση της υφιστάµενης φύτευσης. Για την επίτευξη αυτού ενοποιούνται οπτικά οι νησίδες πρασίνου, όπως βρίσκονται σήµερα έκκεντρα στις οδούς ήπιας κυκλοφορίας µε τα προκήπια των σπιτιών. Έτσι δηµιουργείται µια ενιαία µεγάλη ζώνη πρασίνου ικανή να φέρει περισσότερα δέντρα και φύτευση ενώ για την πραγµατοποίηση της προσπελασιµότητας των σπιτιών από τους κατοίκους και τα ΙΧ (parking) πραγµατοποιούνται επιµέρους συνδέσεις µε κυβόλιθους.
Κεντρική ιδέα του σχεδιασµού αποτελεί η αντιστροφή της αίσθησης ότι το πράσινο αποτελεί ένα σύστηµα από νησίδες µαλακού εδάφους που συναντά κανείς ως εξαίρεση στο σκληρό δάπεδο του αστικού περιβάλλοντος. Αντίθετα, η πρόταση επιχειρεί να δηµιουργήσει την αίσθηση, από την είσοδο κιόλας στην περιοχή, ότι οι σκληρές επιφάνειες που αναλαµβάνουν την κίνηση του αµαξιού, του πεζού και του ποδηλάτη θα είναι η εξαίρεση ή καλύτερα ένα ‘µονοπάτι’ µέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον.
Με αυτόν τον τρόπο εντείνεται η αίσθηση ότι η κατοικία και η εξυπηρέτηση των καθηµερινών λειτουργιών µέσα στις γειτονιές επιτελείται µέσα στη φύση, η οποία άλλωστε ήταν και η πρωταρχική ανάγκη που εξυπηρετούσε ο σχεδιασµός των κηπουπόλεων. Αυτή η ‘φύση’, ωστόσο, στην πραγµατικότητα είναι απόλυτα σχεδιασµένη, υποταγµένη και τεχνητή, καθώς επίσης ταυτίζεται απόλυτα µε τον κοινωνικό χώρο της πόλης. Το πράσινο, όπως εµφανίζεται εκατέρωθεν του δρόµου κίνησης, περιλαµβάνει γωνιές, στάσεις µε παγκάκια διαδροµές µε κυβόλιθους όπου κάποιος µπορεί να δώσει ραντεβού, να συναντηθεί τυχαία, να τρέξει, να περπατήσει και τελικά µέσα από αυτά τα πράσινα πεζοδρόµια να βρεθεί στους κεντρικούς χώρους πρασίνου που είναι οι πλατείες και τα πάρκα όπου θα αποτελούν τον κατεξοχήν χώρο κοινωνικοποίησης. Η βασική διαφορά µε τα υφιστάµενα πεζοδρόµια σε άλλες περιοχές της Αθήνας είναι το γεγονός ότι τυπικά αφορούν δρόµους κίνησης πεζών που λειτουργούν παράλληλα και ανεξάρτητα µε την κίνηση των αµαξιών.
Αν περπατήσει κανείς τους δρόµους ήπιας κυκλοφορίας στο Ψυχικό θα παρατηρήσει ότι οι κινήσεις αυτές είναι περισσότερο µπλεγµένες, καθώς το ΙΧ συνυπάρχει µε τους πεζούς και τελικά ο ένας προσέχει τον άλλον µέσα από ένα σύστηµα άτυπης συνεννόησης όπου τελικά η κίνηση συνδιαµορφώνεται αµοιβαία. Έτσι και στην πρόταση µας, ο πεζός θα κυκλοφορεί κυρίως πάνω στις σκληρές επιφάνειες της πόλης ενώ η στάση θα πραγµατοποιείται στις περιοχές πρασίνου. Τέλος, ο κυβόλιθος χρησιµοποιείται περισσότερο ως ενδιάµεσο υλικό, καθώς τοποθετείται σε µια ελάχιστη απόσταση ο ένας από τον άλλο δίνοντας την εντύπωση ότι το πράσινο τον διαπερνά. Αντίστοιχα, ανά διαστήµατα τοποθετείται κυβόλιθος ως στοιχείο ‘ραφής’ ανάµεσα σε γειτονιές, σε εισόδους σπιτιών καθώς και σε συνδέσεις πλατειών προσδίδοντας έτσι την αίσθηση της ενότητας στην σύνθεση.
Αρχιτεκτονικά στοιχεία και υλικότητες
Ένα άλλο βασικό κριτήριο του σχεδιασµού αποτέλεσε η οικονοµία της κατασκευής και η επιλογή της χρήσης υλικών εύκολων τόσο στην προµήθεια, όσο και στην συντήρηση τους. Οι πλάκες σκυροδέµατος, οι οποίες ρίχνουν τα νερά τις βροχής στις συνεχόµενες επιφάνειες πρασίνου εκατέρωθεν των οδών, καθώς και οι κυβόλιθοι αποτελούν εύκολα φθηνά υλικά που µέρος τους µπορεί επαναχρησιµοποιηθεί από τα υφιστάµενα δάπεδα. Επιπρόσθετα, ο συνολικός σχεδιασµός βασίστηκε στις υφιστάµενες χαράξεις των νησίδων αφενός για να µειωθεί το κόστος της κατασκευής της επέµβασης και αφετέρου για να λειτουργήσει η επέµβαση στον χώρο µε τρόπο οικείο στην προσπελασιµότητα της περιοχής τόσο για το αµάξι όσο και για τους πεζούς. Καθώς οι νέες διαδροµές ‘πατάνε’ ακριβώς πάνω στις υπάρχουσες χαράξεις, η κυκλοφορία των αµαξιών παραµένει ίδια µειώνοντας έτσι την περιπλοκότητα στην µετακίνηση και στην µετέπειτα κυκλοφοριακή µελέτη.
Ταυτόχρονα, η επέκταση των woonerfs, των οδών δηλαδή ήπιας κυκλοφορίας, επεκτείνεται συνθετικά και στους υπόλοιπους δρόµους επέµβασης, ακολουθώντας τις ίδιες υλικότητες και επαναλαµβάνοντας τα ίδια συνθετικά στοιχεία, µειώνοντας ωστόσο σταδιακά την ελικοειδή κίνηση του αµαξιού. Πιο συγκεκριµένα, στις οδούς που το αµάξι εισέρχεται στην περιοχή, δηλαδή από την Κηφισίας ή την Μεσογείων, δεν πραγµατοποιείται αρχικά καµία ελικοειδή πορεία, εµφανίζονται περισσότερα παρκαρισµένα αµάξια εκατέρωθεν της οδού, ενώ σταδιακά, καθώς πλησιάζει το ΙΧ στα ενδότερα της περιοχής, ξεκινάει µια σταδιακή ελικοειδή πορεία που φτάνει στην µέγιστη έκφραση της περιµετρικά των πλατειών. Ωστόσο, από την είσοδο στην περιοχή, γίνεται αντιληπτή η µετάβαση σε µια διαφορετική, περισσότερο εσωτερική κατάσταση που επιζητά την µεγαλύτερη προσοχή του οδηγού. Αυτό γίνεται αντιληπτό µέσω της συνέχειας στην υλικότητα των χαράξεων των πλακών σκυροδέµατος, της σύνθεσης των κυβόλιθων και της σταδιακής ύπαρξης των λεγόµενων ‘ξεφτιών’ που θα αναλυθούν εκτενώς αργότερα.
Ιστορικό, περιβαλλοντικό και µορφολογικό τοπίο
Επιπλέον, βασικό µέληµα του σχεδιασµού αποτέλεσε η ανάδειξη τόσο των εµφανών στοιχείων, όπως είναι τα υλικά και η φύτευση που συναντά κανείς στην περιοχή µελέτης, όσο και των άυλων στοιχείων όπως είναι ο πλούσιος υδροφόρος ορίζοντας, το ‘κρυφό’ Αδριάνειο υδραγωγείο και τα ιστορικά στοιχεία της περιοχής, όπως είναι ο παλιός αµυγδαλεώνας που βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή και αποτελούσε πόλο εκδροµικών εξορµήσεων για τους Αθηναίους. Επιπρόσθετα, προβλέπεται η δυνατότητα ανάδειξης του ιστορικού διατηρητέου εργοστασίου κατασκευής ηλεκτροκινητήρων της εταιρείας Βαλλιάδη, ενώ αντίστοιχα προβλέπεται ο σχεδιασµός της εισόδου του Αθλητικού κέντρου νέου Ψυχικού και η δικτύωση του µε το σύνολο της παρέµβασης.
Μαζί µε το δίκτυο πρασίνου, κεντρικό ρόλο στην σύνθεση αποτελεί το δίκτυο νερού το οποίο εµφανίζεται ενεργά σε σηµαντικά σηµεία της περιοχής, έχοντας ενεργή και αποφασιστική παρουσία στον κοινωνικό χώρο, µε σκοπό την κατανόηση και ανάδειξη της πορείας του νερού του Αδριάνειου υδραγωγείου, κατασκευή άγνωστη στο ευρύ κοινό, µε την ταυτόχρονη βελτίωση του µικροκλίµατος της περιοχής που επιφέρει η παρουσία του νερού στο αστικό περιβάλλον. Συγκεκριµένα, προτείνονται γραµµικές πορείες κατά µήκος του πεζοδροµίου της 25ης Μαρτίου, όπου µαζί µε επεξηγηµατικές πινακίδες στους χώρους στάσης, θα γίνεται αντιληπτή από τον πεζό η πορεία του υδραγωγείου κάτω από το επίπεδο του δρόµου.
Ταυτόχρονα, η ιστορία εξέλιξης του Νέου Ψυχικού καταδεικνύει µια οµάδα οικιστών µε ανοµοιογενή χαρακτηριστικά, που απέκτησαν ενιαίο χαρακτήρα και ταυτότητα µέσα από τα χρόνια συνύπαρξης και εξέλιξης της περιοχής, γεγονός που αποδεικνύει πως η κατεύθυνση σχεδιασµού θα πρέπει να είναι ανοιχτή σε νέες προσλαµβάνουσες και ανάγκες ενώ θα πρέπει να αποτελείται από ετερόκλητα στοιχεία.
Πιο συγκεκριµένα για τις υλικότητες, παρατηρώντας την υπάρχουσα κατάσταση των οδών στην περιοχή επέµβασης, βλέπει κανείς, από την µια την παρουσία των νησίδων πρασίνου στη λογική των ελικοειδών στροφών, των woonerfs, και, παράλληλα, την εµφανή διαφοροποίηση των υλικών στην επιδερµίδα των δρόµων όπου κυβόλιθοι, στοιχεία από µπετόν και µάρµαρο φαίνεται να έχουν προκύψει ως αποτέλεσµα σταδιακών επιδιορθώσεων και προσθηκών, παρά σαν µια ολοκληρωµένη επέµβαση.
Η παρούσα πρόταση έχει σαν κεντρική αφετηρία σύνθεσης την προσαρµοστικότητα και την ευελιξία κάθε υλικού και στοιχείου σύνθεσης έτσι ώστε τόσο σε βάθος χρόνου από την υλοποίηση όσο και σε επίπεδο ανοιχτού διαλόγου µε τους κατοίκους της περιοχής πριν την οριστικοποίηση της µελέτης, να είναι δυνατή η αναπροσαρµογή του σχεδιασµού, χωρίς να επηρεάζεται ο χαρακτήρας και η συνολική αρχιτεκτονική της παρέµβασης. Οι αλλαγές, τα ‘µπαλώµατα’, και τελικά η ίδια η εξέλιξη της πόλης δηµιουργούν ένα ανοιχτό αρχείο µε υλικότητες, ίχνη, γραµµές, συνέχειες και ασυνέχειες που αποτελούν µέρος µιας αστικής συνήθειας και τελικά µιας οικειότητας µε έναν τόπο που στην συγκεκριµένη πρόταση επιζητείται να διατηρηθεί. _Έτσι, στην πρόταση αυτή δηµιουργήθηκε ένα ‘λεξιλόγιο’ υλικών που υπάρχουν ήδη στον περιβάλλοντα χώρο του Ψυχικού, ενώ εφευρέθηκε µια ‘γραµµατική’ σύνθεση αυτών που τελικά θα δηµιουργήσει την αφήγηση της σύγχρονης κηπούπολης.
Αυτό το σύστηµα εφαρµόζεται µε τέτοιο τρόπο στην περιοχή έτσι ώστε να δηµιουργεί την αίσθηση µιας ‘ατελούς µορφής’, όπου κάθε στοιχείο θα µπορούσε µε µεγάλη ευκολία να ανασυντεθεί και να επαναπροσδιοριστεί από τις νέες ανάγκες του περιβάλλοντος σαν να πρόκειται για ένα έργο που συνεχίζεται. Αυτή η ιδέα στον σχεδιασµό αποκτά την καλύτερη δυνατή έκφραση στο έργο του Πικιώνη, που στάθηκε αναφορά και πηγή έµπνευσης της πρότασης, τόσο στο λόφο Φιλοπάππου όπου τα όρια αφετηρίας και ολοκλήρωσης του περίπατου είναι ρευστά, όσο και στην παιδική χαρά που σχεδίασε στη περιοχή της Φιλοθέης που ανήκει στον δήµο επέµβασης, όπου τα παιχνίδια δεν έχουν την αίσθηση µιας ‘ατελούς µορφής’, ενώ χρησιµοποιούνται και αποκτούν ολοκλήρωση µέσα από την παιδική φαντασία.
Για να επιτευχθεί αυτό το θεµιτό αποτέλεσµα, η σύνθεση δεν βασίστηκε σε µεγάλες ενιαίες χειρονοµίες και γραµµές αλλά σχεδιάστηκε περισσότερο σε µια λογική ‘περπατήµατος’ και απόδοσης επιµέρους απαντήσεων σε προβλήµατα, καθώς, αφού αποφασίστηκε το σύστηµα της γλώσσας µε τη γραµµατική και το λεξιλόγιο της σύνθεσης, ο σχεδιασµός προχώρησε σαν ένα είδος κεντήµατος όπου κάθε φορά που άλλαζε ένα στοιχείο του σχεδιασµού από κάποια παρατήρηση του υφιστάµενου χώρου, πραγµατοποιούταν µία ‘επιδιόρθωση’ όπως ακριβώς θα γινόταν και σε έναν µελλοντικό χρόνο από την υπηρεσία του δήµου. Με αυτό τον τρόπο επιζητείται η έκφραση της ίδιας της πραγµατικότητας του δηµοσίου χώρου σαν ένα συνεχές σύστηµα προσθηκών και επισκευών, προκειµένου να επιτευχθεί αυτό που ανέφερε ο Πικιώνης ως µότο του σχεδιασµού «Να µοιάσουµε µ ’αυτό που πραγµατικά είµαστε» . Η λογική αυτή του χαλιού στην πόλη δηµιουργεί ουσιαστικά ένα ενιαίο κοινό πλαίσιο αναφοράς όλων των στοιχείων που εµφανίζονται στην περιοχή και αφήνει ανοιχτό τον τρόπο που αυτά θα καταλήξουν να συσχετίζονται ανά χρονική περίοδο.
Αυτή η ιδέα του κεντηµένου ‘χαλιού’ στην πόλη επεκτάθηκε και στον ίδιο τον σχεδιασµό, όπως και στον τρόπο µε τον οποίο εκφράστηκε η οριοθέτηση ανάµεσα στις σκληρές και στις µαλακές επιφάνειες. Το µαλακό όριο αποκτά ‘ξέφτια’ όπως ακριβώς ένα χαλί, τα οποία δηµιουργούν ειδικές µεταβάσεις µέσα στον αστικό περίπατο απαντώντας σε ένα περίπλοκο σύστηµα στόχων. Από τη µία, δηµιουργούν έναν ρυθµό και µια κατεύθυνση στην κίνηση µέσα στη πόλη και δίνουν µια κατεύθυνση στον πεζό, στον ποδηλάτη και στον οδηγό του ΙΧ. Ταυτόχρονα, δηµιουργούν µια απαραίτητη ζώνη µετάβασης από το πράσινο που αποτελεί το περιβάλλον της φύσης, στο σκληρό δάπεδο που αναλαµβάνει την κίνηση της πόλης. Έτσι, τόσο ένας πεζός, όσο ένας ποδηλάτης, ή ένας οδηγός, µέσα από αυτά τα ξέφτια προετοιµάζεται πριν ‘βρεθούν’ µέσα στο φυσικό περιβάλλον. Αυτό σηµαίνει ότι ο χώρος περιορισµένης στάθµευσης στις οδούς ήπιας κυκλοφορίας, που θα εξυπηρετεί κυρίως τους κατοίκους της περιοχής, θα µπορεί να λαµβάνει χώρα πάνω σε αυτά τα ξέφτια τα οποία αποτελούν σηµεία οριοθέτησης των ζωνών στάσης και κίνησης, καθώς και των περιοχών που σταµατά το ΙΧ να µπορεί να εισέλθει. Ωστόσο, τα ‘ξέφτια’ αυτά σε καµία των περιπτώσεων δεν εισέρχονται στον απαραίτητο χώρο κίνησης που χρειάζεται το ΙΧ για να διαπεράσει την περιοχή ενώ αποτελούν προειδοποιητικά σηµάδια προς τον οδηγό ότι πλησιάζει την περιοχή του πρασίνου και άρα οφείλει να µειώσει ταχύτητα και να προσέξει περισσότερο. Επιπρόσθετα, τα ξέφτια αυτά στον σχεδιασµό των πλατειών εντείνουν την αίσθηση ότι τα πάρκα και οι πλατείες δεν είναι µεγάλες νησίδες πρασίνου που στέκουν ως ανεξάρτητες οντότητες στον χώρο, αλλά δηµιουργείται η αίσθηση ότι τα ξέφτια των δρόµων ‘κουµπώνουν’ µε τα µεγαλύτερα ‘ξέφτια’ των πλατειών, καθώς µεταξύ τους έχουν αντίστροφη σχέση κενού – πλήρους. Αυτό αποτελεί συνθετική επιλογή που επιχειρεί τελικά να δηµιουργήσει ένα δίκτυο πρασίνου µέσα στην περιοχή, όπου το πάρκο και οι πλατείες θα αποτελούν εξάρσεις του ίδιου συστήµατος και όχι ανεξάρτητα µεµονωµένα γεγονότα στο δηµόσιο χώρο.
Τα ‘ξέφτια’ αυτά, επιπλέον, µέσα από τις εναλλαγές στα µεγέθη και στη συχνότητα που τα συναντά κανείς, δηµιουργούν την αίσθηση της εισόδου στην περιοχή. Κάθε περιοχή έχει έναν πυρήνα ή ένα σύστηµα µε πυρήνες µέσα στους οποίους βρίσκεται η καρδιά του δηµοσίου χώρου και στους οποίους επιζητείται η µέγιστη προστασία από την διέλευση των ΙΧ, προκειµένου να γίνεται όσο τον δυνατό πιο άνετη η χρήση από παιδιά, ηλικιωµένους και κατοίκους της περιοχής γενικότερα. Τα ‘ξέφτια’ αυτά, καθώς αποτελούν προειδοποιητικά σηµάδια που υποδηλώνουν την εντονότερη παρουσία του πρασίνου στην περιοχή, όσο βρίσκεται κανείς πιο κοντά σε πλατείες και πάρκα γίνονται πιο µεγάλα πιο πυκνά και έχουν µαζί µε τις νησίδες πρασίνου µεγαλύτερη περιπλοκότητα, συγκριτικά µε τις οδούς που βρίσκονται πιο κοντά στις λεωφόρους Κηφισίας και Μεσογείων όπου και είναι ελάχιστα διακριτά.
Οι προτεινόµενες επεµβάσεις σε σχέση µε τη φυσιογνωµία του Νέου Ψυχικού και της ευρύτερης περιοχής του Δήµου Φιλοθέης – Ψυχικού
Σε γενικές γραµµές, ο σχεδιασµός έλαβε υπ’ όψιν την δυνατότητα της µελλοντικής επέκτασης και επανάληψής του σε όλο το δήµο Φιλοθέης – Ψυχικού, δηµιουργώντας έτσι µια ενιαία ταυτότητα για το δήµο. Για να το επιτύχει αυτό, εκτός από τη δυνατότητα ευελιξίας στον σχεδιασµό, είναι σηµαντική και η απλότητα των γραµµών στη σύνθεση, προκειµένου να µπορεί µε ευκολία να προσαρµοστεί στις εκάστοτε ανάγκες της κάθε υποπεριοχής.
Έτσι ακριβώς, όπως κάθε σπίτι έχει ένα ‘χαλί’ ικανό να οριοθετήσει µια οικεία ζεστή υποενότητα χρήσης (τραπεζαρία, καθιστικό) σε ένα ευρύτερο χώρο, έτσι και το αστικό πράσινο χαλί της πρότασης επιχειρεί να αποτελέσει το πεδίο, τον οικείο οριοθετηµένο τόπο, πάνω στον οποίο θα επιτελείται η κοινωνικότητα. Κατ’ αντιστοιχία, ο σχεδιασµός του χαλιού στο καθιστικό, όσο και στην πρόταση µας, µπορεί να φέρει διαφορές ως προς τα σχήµατα, το σχέδιο, τα χρώµατα, ακόµα και την ύπαρξη ή όχι ξεφτιών (κρόσσια), ανάλογα µε την ανάγκη του εκάστοτε σηµείου παρέµβασης. Μάλιστα, θα ήταν θεµιτή έως απαραίτητη η διαφοροποίηση του χαλιού αυτού, καθώς µε αυτό τον τρόπο θα γίνονται αισθητές οι διακριτές διαφορές από την µια περιοχή στην άλλη, συµβάλλοντας έτσι περισσότερο στην αίσθηση της ταυτότητας και του προσανατολισµού. Συγκεκριµένα, διαφορές που προτείνονται αφορούν κυρίως το χρώµα τον κυβόλιθων, που θα µπορούσαν να είναι γήινες αποχρώσεις του καφέ, του κόκκινου και της ώχρας, κατ’ αντιστοιχία των τριών περιοχών του δήµου.
Φυτοτεχνική µελέτη και Βιοκλιµατική προσέγγιση της πρότασης
Στο πλαίσιο της αειφόρου διαχείρισης των ανθρωπογενών τοπίων, απαιτείται µια στρατηγική σχεδιαστική προσέγγιση που ενσωµατώνει την έννοια της συνδεσιµότητας του τοπίου µε στόχο την ταυτόχρονη προστασία της βιοποικιλότητας, την επαφή µε το φυσικό περιβάλλον και τη συνύπαρξη διαφορετικών χρήσεων γης.
Στις µέρες µας κρίνεται επιτακτική η ανάγκη για δηµιουργία φυσικών αειφόρων διαπλάσεων και βιώσιµων χώρων πρασίνου εντός της πόλης, που είναι οπτικά αρµονικοί, έχουν µειωµένες απαιτήσεις σε συντήρηση και επανεντάσσουν τη φύση στο αστικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο της παραπάνω ανάγκης, ο σύγχρονος σχεδιασµός προάγει τη έννοια της συνδεσιµότητας του τοπίου, µε στόχο την ταυτόχρονη προστασία της βιοποικιλότητας και την επαφή των κατοίκων της πόλης µε το φυσικό περιβάλλον.
Η κεντρική ιδέα του σχεδιασµού βασίζεται στην δηµιουργία ενός πράσινου «χαλιού», το οποίο εισβάλει εντός της περιοχής παρέµβασης και φιλοδοξεί να δηµιουργήσει ένα πράσινο δίκτυο στον Δήµο του Ψυχικού. Το πράσινο χρησιµοποιείται ως το βασικό εργαλείο του σχεδιασµού για την οργάνωση των χώρων και την υποστήριξη των βασικών συνθετικών αρχών της κεντρικής ιδέας της πρότασης, επιδιώκοντας την απόδοση της διάχυσης του ενός χώρου µέσα στον άλλον.
Γενική αρχή του σχεδιασµού είναι η εγκατάσταση φυτεύσεων που παρουσιάζουν µεγάλη αντοχή στον αστικό ιστό και τη ρύπανση, κυρίως στον άξονα της λεωφόρου Μεσογείων, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούν και σαν buffering ζώνες µεταξύ των πεζών/κατοικιών και των δρόµων, µε στόχο την εξασφάλιση της ιδιωτικότητας και της άνεσης της κυκλοφορίας από τα διερχόµενα οχήµατα.
Προτεραιότητα στο σχεδιασµό αποτέλεσε η ενίσχυση της αστικής βιοποικιλότητας και η δηµιουργία χώρων φωλεοποίησης για την αστική ορνιθοπανίδα, αλλά και η διασφάλιση των κατάλληλων µικροκλιµατικών συνθηκών που θα εξυπηρετούν την άνετη κυκλοφορία των κατοίκων της περιοχής.
Οι προτεινόµενες φυτεύσεις αποτελούνται από είδη της µεσογειακής και της ελληνικής χλωρίδας (θαµνώδη, αγρωστώδη πολυετή ποώδη, εδαφοκαλυπτικά είδη) για την καλύτερη ένταξη τους στην περιοχή.
Τέλος, ως µέρος της ιστορικής αναφοράς του Αµυγδαλεώνα που βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του Νέου Ψυχικού, όπου λάµβαναν χώρα Αθηναϊκοί περίπατοι και εξορµήσεις, επανέρχονται πλέον ως µέρος του νέου πράσινου περιπάτου, σε πολλά σηµεία της πρότασης, διάσπαρτες αµυγδαλιές συµβάλλοντας αποφασιστικά στον τοπιακό σχεδιασµό.
Δρόµοι χαµηλής κυκλοφορίας
Δεξιά και αριστερά των δρόµων χαµηλής κυκλοφορίας, εγκαθίστανται γραµµικοί κήποι βροχής. Οι κήποι βροχής αποτελούν µία οικολογική µέθοδο διαχείρισης των νερών της βροχής σε αστικές περιοχές και βοηθούν στην προστασία του περιβάλλοντος στη µείωση των οχλήσεων και ζηµιών λόγω τοπικής ανεπάρκειας των δικτύων αποχέτευσης, στην εξοικονόµηση του νερού και στην αναβάθµιση του αστικού τοπίου. Οι κήποι βροχής, µε τη χρήση φυτικών ειδών όπως Artemisia absinthium, Aster puniceus, Verbena hastate, Cornus racemosa, Molinia caerulea, Briza maxima κ.α., συµβάλλουν στην κατακράτηση µέρους του πλεονάζοντος νερού και των ρύπων µέσω φυσικών διαδικασιών, επιστρέφοντας καθαρό νερό στον υδροφόρο ορίζοντα.
Πλατείες
Η υφιστάµενη φύτευση στις πλατείες τις περιοχής µελέτης αποτελείται κυρίως από αξιοσηµείωτα δένδρα µεγάλης ηλικίας, τα οποία, όµως, φαίνεται να αποτελούν αποτέλεσµα µεµονωµένων και διαδοχικών φυτεύσεων, χωρίς να ακολουθούν κάποιο γενικότερο σχεδιασµό. Το πράσινο εµφανίζεται τυχαία χωροθετηµένο, αποσπασµατικό, χωρίς να ακολουθεί µια ενιαία στρατηγική διαχείρισης, µε έντονα σηµάδια φθοράς και υποβαθµισµένης φυτοϋγειονοµικής κατάστασης. Χαρακτηριστική είναι η πλήρης απουσία του υποορόφου σχεδόν σε όλα τα πάρκα, µε µικρή εξαίρεση ορισµένες συστάδες θάµνων που εµφανίζονται στα περιφερειακά παρτέρια.
Στόχος της φυτοτεχνικής µελέτης είναι η εγκατάσταση ενός πλούσιου υποορόφου που θα πλαισιώσει τις διαφορετικές δραστηριότητες που λαµβάνουν χώρα και θα προσδώσει επιπλέον αισθητικό και εποχιακό ενδιαφέρον µε τα πλούσια και διαφορετικά φυλλώµατα, αρώµατα και άνθη.
Η επιλογή των φυτικών ειδών θα βασιστεί στις φυσικές διεργασίες, µε µειωµένες ανάγκες συντήρησης και άρδευσης, καθώς τα φυτά που θα εγκατασταθούν προβλέπεται να συνυπάρξουν αρµονικά όπως στη φύση και να συνθέσουν ανθεκτικές και µακρόβιες φυτικές κοινότητες που θα ενισχύσουν τη τοπική βιοποικιλότητα.
Λεωφόρος Μεσογείων
Παράλληλα, στον οδικό άξονα της Λεωφόρου Μεσογείων προτείνεται η εγκατάσταση ενός ποδηλατοδρόµου, ο οποίος πλαισιώνεται από διαµήκη γραµµικά παρτέρια, τα οποία λειτουργούν ως µέσο διαχωρισµού των διαφορετικών κινήσεων, πεζών, ποδηλάτων και αυτοκινήτων.
Κατά µήκος των γραµµικών παρτεριών, παράλληλα µε τη Λ. Μεσογείων, φυτεύονται εµβληµατικά µεγάλα δένδρα, ανθεκτικά στην αστική ρύπανση και τις υψηλές θερµοκρασίες, ενώ ο υποόροφος αυτών αποτελείται από υψηλούς θάµνους. Με τον τρόπο αυτό, ο διερχόµενος ποδηλάτης, αλλά και ο πεζός, απολαµβάνουν την βόλτα τους σε ένα πράσινο τοπίο, κάτω από την σκιά των δένδρων, απαλλαγµένοι από το θόρυβο των διερχόµενων αυτοκινήτων.
Τα γραµµικά παρτέρια ανάµεσα στον ποδηλατόδροµο και το πεζοδρόµιο φυτεύονται µε πληθώρα µεσογειακών ανθοφόρων ειδών, θάµνων και αγρωστωδών ειδών (όπως Salvia sp., Myrtus communis, Pennisetum sp. κτλ.) προκειµένου να προσδώσουν εποχιακή ποικιλοµορφία και ενδιαφέρον στην διαδροµή.
Συνοψίζοντας, το νέο αυτό γραµµικό «πάρκο» θα συµβάλει σηµαντικά στην βελτίωση του µικροκλίµατος της περιοχής, ενώ η αύξηση του αριθµού των δένδρων θα αυξήσει τον τοπικό δείκτη φυλλικής επιφάνειας* και ταυτόχρονα θα αυξήσει σηµαντικά το βαθµό δέσµευσης CO2 της ατµόσφαιρας.
*Ο Δείκτης Φυλλικής Επιφάνειας (LeafAreaIndex, LAI), είναι ένα µέγεθος που δείχνει τις «στρώσεις φύλλων = συνολική φωτοσυνθετική επιφάνεια», ανοιγµένη στην κάτοψη της κόµης ενός δένδρου ή θάµνου. Ο δείκτης αυτός προφανώς εξαρτάται από το είδος του φυτού, και όσον αφορά στον υπολογισµό του σε µία περιοχή, καθορίζεται σηµαντικά από το φυτευτικό σύνδεσµο (αριθµός φυτών/επιφάνεια φύτευσης). Ο LAI αποτελεί τη διεθνή µέθοδο πιστοποίησης της συµβολής ενός τόπου στην περιβαλλοντική ανόρθωση της ευρύτερης περιοχής.
Τέλος, σε ότι αφορά την βιοκλιµατική συµπεριφορά των υλικών, το σκυρόδεµα που χρησιµοποιείται είναι ανοιχτής απόχρωσης µε υψηλή ανακλαστικότητα, καθώς εκτός από την µειωµένη απορρόφηση της ακτινοβολίας, θα ευνοεί το φυσικό φωτισµό. Σε σηµεία που το σκυρόδεµα είναι περισσότερο εκτεθειµένο στον ήλιο µπορεί να χρησιµοποιηθεί ειδικό ψυχρό σκυρόδεµα, όπου, µέσω των ειδικών επιστρώσεων που φέρει, µπορεί να µειωθεί σηµαντικά η θερµοκρασία της εξωτερικής επιφάνειας τους και άρα της εκλυόµενης θερµότητας. Ταυτόχρονα, ο κυβόλιθος που χρησιµοποιείται θα έχει επίσης ανοιχτές αποχρώσεις
Τόσο οι κυβόλιθοι όσο και το σκυρόδεµα, για την οικονοµία της κατασκευής, η χρήση ψυχρών τύπων θα περιοριστεί στις απολύτως απαραίτητες περιοχές, που λόγω της εκτεταµένης παρουσίας πρασίνου θα είναι αρκετά περιορισµένες.
Τέλος, ο φωτισµός του δηµόσιου χώρου θα γίνει µε αυτόνοµες ηλιακές κολώνες όπου θα έχουν στο πάνω µέρος του ιστού, φωτοβολταϊκό πάνελ. Ο ενσωµατωµένος συσσωρευτής ενέργειας (µπαταρία) αποθηκεύει την ηλιακή ενέργεια την ηµέρα επιτρέποντας την απρόσκοπτη λειτουργία της ηλιακής κολώνας το βράδυ. Όλοι οι ηλεκτρολογικοί πίνακες θα συνδέονται µε το δίκτυο της ΔΕΗ, για εναλλακτική τροφοδοσία µόνο σε περίπτωση βλάβης.
Αρχιτεκτονική μελέτη: Μαγδαληνή Πετρολέκα
Εξωτερικοί Συνεργάτες: Anxhela Qorri - Αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων, Θεώνη Ζόμπολα - Φυτοτεχνική Μελέτη
Μπορείς να καταχωρήσεις το έργο σου με έναν από τους τρεις παρακάτω τρόπους: