XT 97 - INTERWAR MODERN


ΠΕΡΙΟΧΗ:
Αθήνα, Ελλάδα


ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΕΡΓΟΥ:
Δεκέμβριος 2023

Δημοσιεύθηκε: 14/1/25

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Το υπάρχον κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα μοντερνιστικής κατοικίας στην περιοχή των Εξαρχείων και ενδεχομένως ένας πρώιμος πρόδρομος του μπρουταλισμού που επιβάλλεται από τοπολογικούς παράγοντες. Αυτό ήταν - λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό έργο και τις καταβολές του - ένα από τα κύρια μελήματα του αρχιτέκτονα Άγγελου Σιάγα. Δηλαδή, αυτό της εισαγωγής των αρχών τουμοντερνισμού με αποτελεσματικό τρόπο στην Αθήνα της δεκαετίας του 1930. Η διπλοκατοικία, αρχικά οικία Αποστολίδη, ανεγέρθη περίπου το 1931, στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε και αποκαταστάθηκε την περίοδο 2021-2023 από την αρχιτέκτονα Λάρα Βαρτζιώτη.

Η αποκατάστασή της διπλοκατοικίας αποτέλεσε μια πρόκληση από ιστορική και κοινωνική άποψη, προκειμένου να βρεθεί η ισορροπία μεταξύ μιας λειτουργικής προσέγγισης που αφορά στη χρήση του κτηρίου υπό τις σημερινές συνθήκες επανα-κατοίκησης και μιας προσέγγισης αποκατάστασης ενός χαρακτηριστικού κτηρίου του αθηναϊκού μοντερνισμού. Η αποκατάσταση επιχειρεί να προσεγγίσει με σεβασμό τις αρχικές προθέσεις του αρχιτέκτονα και το αρχιτεκτονικό υπόβαθρο, αλλά και να λάβει υπόψιν τις τρέχουσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στο κέντρο της Αθήνας. Για την αρχιτέκτονα Λάρα Βαρτζιώτη, η αρχιτεκτονική δεν λειτουργεί με όρους συντήρησης έργων τέχνης αλλά έχει ιστορική αξία, όπου μπορούμε να έχουμε μία αρχαιολογική προσέγγιση που αναδεικνύει και τα αρχικά υλικά. Έτσι, για την σχεδιαστική ομάδα επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ουσιαστικός σχεδιασμός από λεπτές αποχρώσεις και να αποφευχθούν τυχόν επιδεικτικές τάσεις που υπάρχουν στις πρόσφατες αναστηλώσεις.

Το αρχικό σχέδιο του Σιάγα, προέβλεπε δύο ανεξάρτητες μεζονέτες, οι οποίες δεν γειτνίαζαν μόνο κάθετα αλλά και οριζόντια. Αυτή η λύση στην αθηναϊκή κατοικία μαζί με πολλές καινοτομίες στο σχεδιασμό αποτελούν την ιδιαιτερότητα και την ιδιοφυΐα του κτιρίου. Τα επόμενα χρόνια, ο αρχικός σχεδιασμός εγκαταλείφθηκε και χρησιμοποιήθηκαν πιο συντηρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες άλλαξαν όχι μόνο το εσωτερικό αλλά και την πρόσοψη του κτιρίου.

Το κτήριο έχει σχεδιαστεί με την λογική του open plan, έτσι ώστε να στεγάζει ένα γραφείο στο ισόγειο, δύο διαμερίσματα στον πρώτο όροφο, ένα οροφοδιαμέρισμα στον δεύτερο και το δώμα ως ρετιρέ. Ο σχεδιαστικός τρόπος σκέψης οδήγησε στο να διατηρηθούν πολλές λεπτομέρειες του αρχικού κτηρίου, του φορέα και του κελύφους, παράλληλα με τη μετατροπή του εσωτερικού σε ευέλικτους χώρους που μπορούν να προσαρμοστούν για διαφορετική χρήση, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες και σε άμεση αντίθεση με τις αυστηρές κατόψεις των αρχικών σχεδίων του Σιάγα. Διατηρήθηκαν όσο περισσότερα εσωτερικά στοιχεία του αρχικού κτηρίου ήταν εφικτό, ώστε να συμβάλλουν στην αισθητική χωρίς να μπαίνουν εμπόδιο στην εμπειρία των χώρων. Κατα συνέπεια, η ξύλινη σκάλα η οποία προοριζόταν ως ιδιωτική για το ένα διαμέρισμα, ανακαινίστηκε και λειτουργεί ως κοινόχρηστη.

Από τυπολογικής άποψης, η διαμπερής στοά που οδηγεί στον ακάλυπτο, οριοθετεί τη θέση στάθμευσης. Το καινοτόμο αυτό στοιχείο έπρεπε σήμερα με την αλλαγή του κτηριολογικού προγράμματος να επαναπροσδιοριστεί. Εκεί βρίσκεται σε υποχώρηση η είσοδος στο γραφείο, ώστε να διαφοροποιείται από την είσοδο στα διαμερίσματα. Με την αλλαγή της χρήσης και του χαρακτήρα πλέον της στοάς, αποφασίστηκε η χρήση του υαλότουβλου δημιουργώντας ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς και ταυτόχρονα, μέσω του ανοίγματος, μια νέα σχέση με την πόλη. Το νέο ρετιρέ δημιουργήθηκε με τρόπο που λειτουργεί ως δείκτης ή ακτινογραφία της κατασκευής όπου εκτείνονται όλες οι κολώνες, οδηγώντας έτσι σε έναν σύνθετο σχεδιασμό που σηματοδοτεί τις παρατυπίες και τις ελευθερίες εντός των αυστηρών αρχών του Σιάγα.

Κατά τη διάρκεια της κατασκευής, ανακαλύφθηκαν πολλές αρχικά κρυμμένες λεπτομέρειες του κτηρίου. Μεγάλο μέρος των σχεδιαστικών αποφάσεων πάρθηκε επί τόπου, αποτέλεσμα της συνεργασίας με το συνεργείο κατασκευής. Ο συγκερασμός της γνώσης αυτής (ανάμεσα σε μάστορες και αρχιτέκτονες) είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχή αποκατάσταση κτηρίων αυτής της περιόδου, ένα έργο σημαντικό το οποίο με την πάροδο του χρόνου θα αποκτά μεγαλύτερη αξία. Από το αρχικό κτήριο διατηρήθηκαν και ενισχύθηκαν με ελάσματα οι πλάκες του υπάρχοντος φέροντα οργανισμού από οπλισμένο σκυρόδεμα. Κατα τη διαδικασία αυτή, η διατομή των υποστυλωμάτων και των δοκών αυξήθηκε, ενώ η πλάκα του τρίτου ορόφου κατεδαφίστηκε και ανακατασκευάστηκε, καθώς είχε υποστεί ανεπανόρθωτη φθορά. Η διάκριση ανάμεσα στα αρχικά και μεταγενέστερα στοιχεία του φέροντος οργανισμού είναι φανερή μέσω της αρχιτεκτονικής τους διαχείρισης: οι αρχικές πλάκες Τσέλνερ καλύπτονται από ψευδοροφή από λευκή γυψοσανίδα, ενώ η νέα πλάκα είναι εμφανής. Επίσης, η χαρακτηριζόμενη διατηρητέα όψη του κτηρίου είναι επιχρισμένη με αρτιφισιέλ, για το οποίο έγιναν προσπάθειες καθαρισμού και αποκατάστασης με τοπικές παρεμβάσεις σε όσα σημεία υπήρχαν φθορές. Ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι που καθορίζει τον χαρακτήρα του κτηρίου είναι τα ανοίγματα και τα ξύλινα κουφώματα του. Ο σχεδιασμός των νέων κουφωμάτων έπρεπε να βασιστεί σε φωτογραφίες και τα σχέδια του Σιάγα ώστε να υλοποιηθούν σύμφωνα με τα αρχικά. Βρέθηκαν μηχανισμοί ανάκλησης των ξύλινων ρολών στους οποίους βασίστηκε ο σχεδιασμός νέων. Έτσι τα νέα κουφώματα είναι ξύλινα, όμοια με τα αρχικά και προσαρμοσμένα στις σύγχρονες απαιτήσεις έτσι ώστε να συμμορφώνονται με τους ισχύοντες κανονισμούς ενεργειακής απόδοσης καθώς δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου. Το αποτέλεσμα είναι να φαίνεται παντού στο έργο η σύζευξη του παλιού με το νέο από την άποψη των υλικών. Για παράδειγμα, το αρχικό δάπεδο από μωσαϊκό διατηρήθηκε και τονίστηκε από τη γειτνίασή του με το χυτό εποξειδικό δάπεδο που επιλέχθηκε λόγω της ικανότητας του να το πλαισιώνει. Τα αρχικά κιγκλιδώματα διατηρούνταν στον δεύτερο όροφο, ενώ με βάση το φωτογραφικό υλικό φαίνεται πως και αυτά που έλειπαν ακολουθούσαν τον ίδιο σχεδιασμό, ο οποίος και χρησιμοποιήθηκε.


Η απουσία κάποιας συστημικής κρατικής προσέγγισης σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού, ώστε να διευκολυνθεί και να ενθαρρυνθεί η επανάχρηση και αποκατάσταση ανάλογων κτηρίων του αθηναϊκού μοντερνισμού, είναι κάτι που θα έπρεπε να μας απασχολεί. Είναι ένα θέμα που επηρεάζει τόσο τις συνθήκες του επαγγέλματος, τους νέους και τις νέες αρχιτέκτονες, που αναλαμβάνοντας ένα τέτοιο έργο έρχονται αντιμέτωποι με την απουσία ενός πλαισίου γύρω από αυτό, αλλά και την στάση μας απέναντι στην αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης, που η διάσωση της βασίζεται κυρίως σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες, μια στρατηγική στην οποία δεν μπορεί και δεν πρέπει να βασίζεται η διαμόρφωση του αστικού τοπίου. 


658uFTDqIO.jpg
MEVwH9VP7F.jpg


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΡΓΟΥ

Τοποθεσία: Αθήνα 

 Αρχιτεκτονικό Γραφείο: LARA VARTZIOTI KAI SIA L.P. 

 Κατασκευή: Cers Group 

 Φωτογραφία: Δημήτρης Κλεάνθης 

Μεταξύ των συντελεστών του έργου συγκαταλέγονται οι εταιρείες:

Ξύλινα Κουφώματα: Haufen

Πλακίδια: Patiris S.A.

Μεταλλική Κατασκευή: Metalvent 

Φωτισμός: Vk Leading Light

Πόρτες: Portareto  


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

XT 97 - INTERWAR MODERN
XT 97 - INTERWAR MODERN
XT 97 - INTERWAR MODERN
XT 97 - INTERWAR MODERN
XT 97 - INTERWAR MODERN
XT 97 - INTERWAR MODERN
XT 97 - INTERWAR MODERN
XT 97 - INTERWAR MODERN
XT 97 - INTERWAR MODERN
XT 97 - INTERWAR MODERN

VIDEO